στηλώνω

στηλώνω
στηλῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, -όω, Α [στήλη]
νεοελλ.
έχω, κρατώ κάτι κατακόρυφα σαν στήλη («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της / μεσουρανίς», Γρυπ.)
μσν.-αρχ.
τοποθετώ, στήνω σαν στήλη («ἐστήλωσεν ἐπ' αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ)
αρχ.
1. αναγράφω κάτι σε στήλη
2. σημειώνω ή καθορίζω μια περιοχή με ορόσημα («στηλοῡν τὴν χώραν», επιγρ.)
3. μέσ. στηλοῡμαι, -όομαι
(με δοτ.) αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στηλώ — όω, ΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, όω, Α βλ. στηλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”